ἀνέτρεπε

ἀνέτρεπε
ἀνατρέπω
overturn
imperf ind act 3rd sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • κἀνέτρεπε — ἀνέτρεπε , ἀνατρέπω overturn imperf ind act 3rd sg ἐνέτρεπε , ἐντρέπω turn about imperf ind act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εμπόριο — Οικονομική ασχολία η οποία, μέσω πράξεων αγοραπωλησίας, μεταβιβάζει τα αγαθά των παραγωγών στους καταναλωτές (ή άλλους παραγωγούς) στην ποσότητα, στον τόπο και στη στιγμή που χρειάζονται. Βασική είναι η διάκριση ανάμεσα σε εσωτερικό και σε… …   Dictionary of Greek

  • Βιετνάμ — Κράτος της νοτιοανατολικής Ασίας.Συνορεύει Β με την Κίνα, Δ με την Καμπότζη και το Λάος, ενώ Α και Ν βρέχεται από τη Νότια Θάλασσα της Κίνας, και πιο συγκεκριμένα από τον Κόλπο του Τονκίν ΒΑ, τον Κόλπο της Ταϊλάνδης ΝΔ και στην υπόλοιπη… …   Dictionary of Greek

  • Ελλάδα - Επιστήμες — ΑΡΧΑΙΑ ΕΠΙΣΤΗΜΗ ΚΑΙ ΤΕΧΝΟΛΟΓΙΑ Η επιστήμη και η τεχνολογία καθορίζουν σήμερα, περισσότερο από οποιαδήποτε άλλη στιγμή στην ιστορία, την καθημερινή ζωή. Η ίδια όμως η έννοια της επιστήμης, όπως τη χρησιμοποιούμε στις μέρες μας, οφείλει την ύπαρξή… …   Dictionary of Greek

  • Ελληνική Επανάσταση — Η Επανάσταση που έλαβε χώρα μεταξύ 1821 29 και είχε ως στόχο την απελευθέρωση από τον τουρκικό ζυγό. Παρότι πολλές άλλες απόπειρες είχαν προηγηθεί, η τελευταία ήταν επιτυχής γιατί είχε πιο καθολικό χαρακτήρα, ήταν πιο οργανωμένη και αποτέλεσε… …   Dictionary of Greek

  • Καρχηδόνα — Αρχαία πόλη της Αφρικής. Ιδρύθηκε από Φοίνικες αποίκους της Τύρου και της Κύπρου πιθανώς το 814 π.Χ., 18 χλμ. ΒΑ της σημερινής Τύνιδας. Η παράδοση αναφέρει ότι επικεφαλής τους ήταν η βασίλισσα της Τύρου Έλισα (η Διδώ του Βιργίλιου), που έφυγε από …   Dictionary of Greek

  • Μαντσόνι, Αλεσάντρο — (Alessandro Manzoni, Μιλάνο 1785 – 1873). Ιταλός συγγραφέας. Καταγόταν από οικογένεια ευγενών (η μητέρα του, Τζούλια, ήταν κόρη του Τσεζάρε Μπεκαρία) και πέρασε τα παιδικά του χρόνια σε θρησκευτικά κολέγια της Μεράτε και του Λουγκάνο, γιατί η… …   Dictionary of Greek

  • Νταφτσένκο ή Νταβζένκο, Αλεξάντρ Πέτροβιτς — (Aleksandr Petrovich Dovzhenko, Σόσνικα, Τσερνίγκεφ 1894 – Μόσχα 1956). Ρώσος σκηνοθέτης του κινηματογράφου. Γιος Ουκρανών χωρικών, ερασιτέχνης ζωγράφος, αυτοδίδακτος, πλησίασε τον κινηματογράφο από ένστικτο χωρίς καμιά προκαταρκτική περίοδο… …   Dictionary of Greek

  • Χάρβεϊ, Ουίλιαμ — (Harvey, Φόλκστοουν 1578 – Λονδίνο 1657). Άγγλος γιατρός που προσέφερε στην επιστήμη την πρώτη ακριβή και πλήρη περιγραφή της κυκλοφορίας του αίματος, συμπληρώνοντάς την με αναμφισβήτητα πειραματικά στοιχεία, που συνέλεξε κατά τη διάρκεια της… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”